απόγυρος

απόγυρος
ο κ. απογύρι, το κ. -γυριά, η [γύρος]
Ι. 1. γύρος, βόλτα
2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία
3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα»)
II. επίρρ. απόγυρα
1. όχι κατευθείαν
2. έμμεσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”